κάθεξη

κάθεξη
η (Α κάθεξις) [κατέχω]
κράτηση, κράτημα, αναχαίτιση, επίσχεση, συγκρατημός («κάθεξις τοῡ θυμοῡ», Αριστοτ.)
αρχ.
1. συγκρατητική ιδιότητα ή ικανότητα
2. κατοχή, διατήρηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”